βάλλεσθαι

βάλλεσθαι
βάλλω
throw
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βούλομαι — και βουλιέμαι και βουλιούμαι (AM βούλομαι, Α και επιτ. τ. βόλομαι) 1. θέλω, επιθυμώ 2. λογαριάζω, σκέπτομαι να πράξω κάτι νεοελλ. αποφασίζω μσν. (για διάταξη νόμου) καθορίζω αρχ. φρ. 1. «εἰ βούλει» (ευγενική φράση φιλοφροσύνης) αν αγαπάς 2.… …   Dictionary of Greek

  • κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της …   Dictionary of Greek

  • βάλλεσθ' — βάλλεσθε , βάλλω throw pres imperat mp 2nd pl βάλλεσθε , βάλλω throw pres ind mp 2nd pl βάλλεσθαι , βάλλω throw pres inf mp βάλλεσθε , βάλλω throw imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • gʷel-2, gʷelǝ-, gʷlē- —     gʷel 2, gʷelǝ , gʷlē     English meaning: to drip, flow; to throw     Deutsche Übersetzung: a) “herabträufeln, ũberrinnen, quellen”; b) “werfen”, presumably to vereinigen under “fallen lassen”, intr. “herabfallen”     Note: after Wackernagel …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”